Έως 31 Μαρτίου η τελική προθεσμία χορήγησης της άδειας του 2021 στους εργαζομένους. Ποιες οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες του εργοδότη αν όχι;

Ένα βασικό θέμα που επηρέαζε τις λειτουργικές ανάγκες μιας επιχείρησης ήταν ότι ο νόμος απαγόρευε την μεταφορά των δικαιουμένων ημερών αδείας στο επόμενο έτος. 

Μετά την ψήφιση του τελευταίου νόμου, η κανονική άδεια μπορεί να μεταφερθεί στο επόμενο ημερολογιακό έτος μέχρι τις 31 Μαρτίου. [Ν. 4808/2021].

Στο διάστημα αυτό δηλαδή πρέπει να χορηγηθεί στον εργαζόμενο το τυχόν υπόλοιπο άδειας του έτους 2021.

Ένα βασικό που χρειάζεται να γνωρίζουν οι εργοδότες αλλά και οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης είναι ότι η άδεια χορηγείται κατόπιν συμφωνίας. Ούτε ο εργοδότης μπορεί να υποχρεώσει αλλά και ούτε ο εργαζόμενος  να απαιτήσει τη χορήγηση της άδειας σε συγκεκριμένες ημέρες. Χρειάζεται να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και των δύο πλευρών. 

Στο διάστημα αυτό του πρώτου τριμήνου ο εργοδότης οφείλει να χορηγήσει το υπόλοιπο αδείας, ακόμα και αν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. 

Ποιοι είναι οι βασικοί κανόνες λήψης και χορήγησης άδειας; 

    • Δικαίωμα σε κανονική άδεια έχουν όλοι οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ανεξαρτήτως της μορφής της σύμβασης [αορίστου, ορισμένου] και της απασχόλησης τους [πλήρους, μερικής, εκ περιτροπής]. 
    • Απαγορεύεται η παραίτηση ή ο συμψηφισμός των ημερών άδειας. Κάθε τέτοια συμφωνία είναι άκυρη. 
    • Βάση υπολογισμού της δικαιούμενης άδειας είναι το ημερολογιακό έτος. [1.1 – 31.12] 
    • Από τη στιγμή που ο εργαζόμενος αιτηθεί αδείας ο εργοδότης έχει υποχρέωση να την χορηγήσει εντός διμήνου. Η αίτηση μπορεί να γίνει είτε γραπτά είτε ηλεκτρονικά. 
    • Η κατάτμηση της άδειας επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις.
    • Οι μισοί από τους εργαζόμενους πρέπει να λαμβάνουν άδεια κατά τη θερινή περίοδο η οποία είναι από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. 

Τι γίνεται εάν ο εργοδότης δεν χορηγήσει την άδεια μέχρι 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. 

Υπάρχουν και αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη. Η αξίωση του εργαζομένου σε ημέρες μετατρέπεται σε χρηματική, δηλαδή ο εργοδότης πρέπει να τις πληρώσει. 

Όσον αφορά τις αστικές κυρώσεις ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος (μετά την 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους) να του καταβάλει τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών της αδείας του, αυξημένες κατά 100%, δηλαδή στο διπλάσιο. 

Επιπλέον το άρθρο 5 παρ. 7 του Α.Ν. 539/1945 [που θεωρητικά ισχύει] ορίζει ότι οι παραβάτες της νομοθεσίας που αφορά τη χορήγηση κανονικής άδειας στους μισθωτούς έχουν και ποινικές κυρώσεις. 

Τα δικαιώματα του εργοδότη μέσα σε μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Πότε αξιοποιούνται και πότε περιορίζονται;

Τα δικαιώματα του εργοδότη μέσα σε μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Πότε αξιοποιούνται και πότε περιορίζονται; 

Σε μια σχέση εξαρτημένης εργασίας ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο ο εργαζόμενος θα παρέχει την εργασία του. Αυτό ονομάζεται διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Επίσης δικαίωμα του εργοδότη είναι να ρυθμίζει κάθε θέμα που αφορά στη λειτουργία και στην οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχείρησης του, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τοποθετεί, να μεταθέτει και να μετακινεί το προσωπικό της επιχείρησης του όταν υπάρχουν ανάγκες που χρειάζεται να εξυπηρετηθούν. 

Διαβάζοντας τα παραπάνω μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι το δικαίωμα αυτό του εργοδότη είναι απεριόριστο ή ακόμα και ανεξέλεγκτο, όμως δεν είναι έτσι. Ο νόμος ορίζει για το διευθυντικό δικαίωμα όπως άλλωστε και για κάθε δικαίωμα ότι πρέπει να ασκείται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και όχι καταχρηστικά. 

Επιπλέον το δικαίωμα αυτό οριοθετείται και γίνεται πιο συγκεκριμένο μέσα από τους όρους της ατομικής σύμβασης εργασίας, την ισχύουσα εργατική νομοθεσία, τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τον Κανονισμό Εργασίας της Επιχείρησης, εάν φυσικά υπάρχει. 

Με βάση τα παραπάνω ο εργοδότης δεν μπορεί μονομερώς να αλλάζει τους όρους της σύμβασης, ούτε να επιβάλλει νέες υποχρεώσεις και να καταργεί δικαιώματα, ακόμα και όταν η σύμβαση [συμφωνία] είναι προφορική. Στην περίπτωση που ο εργοδότης προβεί σε μονομερή ενέργεια σε κάτι από τα παραπάνω σε σχέση με τη σύμβαση ή το νόμο, τότε θεωρείται βλαπτική μεταβολή σε βάρος του εργαζόμενου. Πολλές τέτοιες περιπτώσεις φτάνουν στην κρίση των δικαστηρίων.  

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι οι εργοδότες θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο κείμενο της σύμβασης εργασίας που υπογράφουν με το προσωπικό τους. Η σύμβαση είναι πολλά περισσότερα από ένα τυπικό έγγραφο για την πρόσληψη και δυστυχώς πολλές φορές αντιμετωπίζεται μόνο ως τέτοιο. Η σύμβαση είναι το έγγραφο που μπορεί να αξιοποιήσει ή να περιορίσει το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και να δημιουργήσει λειτουργικές και οργανωτικές δυσλειτουργίες στην επιχείρηση και εν τελεί να διαρρήξει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, εάν οι όροι που περιλαμβάνει και ο τρόπος διατύπωσης του δεν γίνουν με τον κατάλληλο τρόπο. 

Καθαρά Δευτέρα – Εθιμοτυπική Αργία – Τι ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα – Πως πληρώνεται.

Η Καθαρά Δευτέρα δεν περιλαμβάνεται στις επίσημες αργίες του κράτους και στις οποίες απαγορεύεται κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία, επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και η απασχόληση των μισθωτών.

Αυτό σημαίνει ότι για τον ιδιωτικό τομέα επιτρέπεται η λειτουργία των επιχειρήσεων συνεπώς για τους μισθωτούς η Καθαρά Δευτέρα είναι κανονική εργάσιμη ημέρα. Πράγμα που σημαίνει ότι οι μισθωτοί  που απασχολούνται την Καθαρά Δευτέρα θα λάβουν το συνηθισμένο καταβαλλόμενο ημερομίσθιο ή μισθό τους όπως για μια κανονική ημέρα εργασίας, χωρίς καμία πρόσθετη αμοιβή.

Εκτός όμως από τις υποχρεωτικές αργίες υπάρχουν και αυτές που ονομάζονται κατ’ έθιμο, δηλαδή οι ημέρες αυτές που μια επιχείρηση παραμένει κλειστή όχι γιατί το ορίζει ο Νόμος αλλά από συνήθεια ή έθιμο. Εδώ να πούμε πολύ σύντομα ότι το Έθιμο, δηλαδή κάτι που εφαρμόζεται με συνέπεια επί μεγάλο διάστημα, ομοιόμορφα και υπάρχει κοινή πεποίθηση ότι «έτσι είναι», αποτελεί κανόνα δικαίου.

Τι συμβαίνει λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις;

Πρώτη περίπτωση: Εάν η επιχείρηση εθιμοτυπικά είναι κλειστή την Καθαρά Δευτέρα.

Όσον αφορά στους ημερομίσθιους, δεν δικαιούται να λάβουν το ημερομίσθιο της ημέρας αυτής, διότι δεν υπάρχει διάταξη του νόμου η οποία να υποχρεώνει τον εργοδότη να καταβάλλει το ημερομίσθιο σε ημέρα που δεν είναι υποχρεωτική αργία.

Αν όμως η επιχείρηση που δεν λειτουργούσε εθιμοτυπικά συνήθιζε να καταβάλει το ημερομίσθιο, τότε η υποχρέωση αυτή υφίσταται.

Όσον αφορά αυτούς που αμείβονται με μισθό  θα λάβουν κανονικά το μισθό τους, χωρίς καμία περικοπή αλλά και χωρίς καμία πρόσθετη αμοιβή.

Δεύτερη περίπτωση: Εάν η επιχείρηση κατά τα προηγούμενα χρόνια εθιμοτυπικά είναι κλειστή την Καθαρά Δευτέρα και με μονομερή απόφαση του εργοδότη εκτάκτως λειτουργεί.

Όσον αφορά στους ημερομίσθιους δικαιούνται το κανονικό τους ημερομίσθιο [χωρίς προσαύξηση]

Όμως όσοι αμείβονται με μισθό δικαιούνται να λάβουν το 1/25 επί πλέον του μισθού τους. Αυτό συμβαίνει διότι ο μισθός αφορά τις εργάσιμες ημέρες του μήνα, η Καθαρά Δευτέρα δεν ήταν για αυτούς εργάσιμη, οπότε στην περίπτωση που την εργαστούν θα πρέπει να λάβουν επιπλέον την αμοιβή αυτής της ημέρα, πάντα χωρίς καμιά άλλη προσαύξηση.

Τρίτη περίπτωση: Εάν η επιχείρηση λειτουργεί την Καθαρά Δευτέρα και ο εργοδότης αποφάσισε ότι δεν θα λειτουργήσει.

 Στην περίπτωση αυτή βάση των διατάξεων περί υπερημερίας του εργοδότη όσοι αμείβονται με  ημερομίσθιο, δικαιούνται να λάβουν το ημερομίσθιο τους, ενώ όσοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό δεν δικαιούνται άλλης αμοιβής εκτός από τον κανονικό μηνιαίο μισθό τους.

 Να τονίσουμε ότι κατά τις εθιμοτυπικές αργίες συνεπώς και για την Καθαρά Δευτέρα, η οποία όπως είπαμε είναι κανονική εργάσιμη, εάν ο εργαζόμενος απουσιάσει αυθαίρετα από την εργασία του, θεωρείται αδικαιολόγητη απουσία και φυσικά δεν δικαιούται να λάβει το ημερομίσθιο του.

Κατά την ίδια λογική εάν ο εργοδότης δεν επιτρέπει την εργασία για οποιοδήποτε λόγο, εκτός φυσικά των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει το ημερομίσθιο της ημέρας αυτής, όπως και κάθε άλλης εργάσιμης.

Τέλος στην περίπτωση όπου η επιχείρηση λειτουργεί κανονικά ως μία κανονική εργάσιμη ημέρα, η νομοθεσία περί κανονικής αδείας ισχύει κανονικά.