ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

Αδεια

ΑΔΕΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

 

Επιχειρήσεις-εργοδότες, που απασχολούν εργαζόμενους  που λόγω αναστολής της σύμβασης εργασίας τους εντός του 2020 (συνεχής αναστολή ή κατά διαστήματα), δε μπόρεσαν να λάβουν τις ημέρες αδείας που δικαιούταν εντός του 2020, μετέφεραν το σύνολο ή το υπόλοιπο αδείας του έτους 2020, στο 2021 ή και στο 2022, το οποίο θα πρέπει να χορηγήσουν υποχρεωτικά στους εργαζομένους έως και τις 31/12/2022 (άρθρο 132 Ν.4808/2021).

Οι εργοδότες θα πρέπει να χορηγήσουν το σύνολο των δικαιούμενων ημερών αδείας του 2021 έως τις 31/3/2022.

Ας θυμηθούμε τι ισχύει γενικά για την ετήσια κανονική άδεια των εργαζομένων   (Α.Ν.539/1945, Ν.3302/2004, Ν.4093/2012, N.4808/2021)

Δικαιούμενες ημέρες αδείας

Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του,(με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου) δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη/επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι-τεσσάρων (24) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (24/12=2 ημέρες για κάθε πλήρη μήνα απασχόλησης) ή είκοσι (20) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (20/12=1,67  ημέρες για κάθε πλήρη μήνα απασχόλησης)

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αναλογικά με το χρόνο απασχόλησής του, ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στον ίδιο εργοδότη/επιχείρηση. Η άδεια αυτή αυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε εργασιακό έτος. Το ποσοστό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι-τεσσάρων (25) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (25/12 =2,08 για κάθε πλήρη μήνα απασχόλησης, εφόσον έχει συμπληρώσει ένα έτος εργασίας) ή είκοσι μίας (21) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. (21/12=1,75 ημέρες για κάθε πλήρη μήνα απασχόλησης ,εφόσον έχει συμπληρώσει ένα έτος εργασίας)

Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές. Η άδεια αυτή αυξάνεται πάλι κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε εργασιακό έτος. Δικαιούμενες ημέρες αδείας είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.

Εργαζόμενοι με προϋπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή με συνολική προϋπηρεσία 12 ετών σε όλους τους εργοδότες του αθροιστικά, δικαιούται (αναλογία ετήσιας άδειας για τα δυο πρώτα ημερολογιακά έτη) ετήσια άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας

Εργαζόμενοι με συνολική προϋπηρεσία 25 ετών δικαιούνται δικαιούται (αναλογία ετήσιας άδειας για τα δυο πρώτα ημερολογιακά έτη) ετήσια άδεια τριάντα μίας (31) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή είκοσι έξι (26) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας

Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το ένα δωδέκατο της, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψη του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας.
Ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας, που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα

Κατά τη λήξη της εποχιακής απασχόλησης με οποιονδήποτε τρόπο, οι εποχιακοί υπάλληλοι δικαιούνται αποζημίωση ίση με 2 ημερομίσθια για άδεια και 2 ημερομίσθια για επίδομα αδείας ανά 25 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα πρόσληψής τους μέχρι τη λήξη της εποχιακής απασχόλησής τους. (Εποχιακή θεωρείται η εργασία που παρέχεται σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, υποκαταστήματα ή παραρτήματα επιχειρήσεων, οι οποίες από τη φύση τους, τις καιρικές ή ιδιαίτερες συνθήκες ή λόγω των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών λειτουργούν κατά ημερολογιακό έτος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο και μικρότερο από εννέα μήνες, κατά το υπόλοιπο δε χρονικό διάστημα του ημερολογιακού έτους δεν απασχολούν προσωπικό που υπερβαίνει το 25% του μέσου όρου του προσωπικού, το οποίο απασχολούν κατά την περίοδο αιχμής της δραστηριότητάς τους).

Οι οικοδόμοι και οι λοιποί μισθωτοί σε τεχνικές εργασίες δικαιούνται κάθε έτος κανονική άδεια και επίδομα αδείας από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, νυν ΕΦΚΑ.

Τυχόν ευµενέστεροι όροι χορήγησης αδειών που περιέχονται σε συλλογικές συµβάσεις (σε ισχύ για τα συμβαλλόμενα μέρη), κανονισμούς εργασίας, υπερισχύουν των ελάχιστων νομίμων.

Στις ημέρες αδείας αναψυχής , περιλαμβάνονται μόνο κοινές εργάσιμες ημέρες και δεν περιλαμβάνονται ημέρες επίσημης ή κατ’ έθιμον αργίας και ασθένειας.

Δεν ισχύει και θεωρείται ανύπαρκτη κάθε συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη που να περιλαμβάνει την παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης αδείας , ακόμα και έαν προβλέπεται καταβολή αυξημένης αποζημίωσης.

Αποδοχές Αδείας / Επίδομα Αδείας

Κατά την διάρκεια της αδείας του, ο μισθωτός δικαιούται, τις συνήθεις αποδοχές που θα δικαιούταν εάν πραγματικά εργαζόταν τον αντίστοιχο χρόνο. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνονται και οι παντός είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές, οι προσαυξήσεις για εργασία κατά τις νύκτες, τις Κυριακές και αργίες, καθώς επίσης και η αμοιβή για υπερεργασία και η προσαύξηση για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση. Και οι μερικώς απασχολούμεναι μισθωτοί έχουν δικαίωμα λήψης ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους

Για εργαζόμενους που αμείβονται κατ’ αποκοπή ή με κυμαινόμενες αποδοχές, οι αποδοχές αδείας υπολογίζονται κατά μέσο όρο. Ο μέσος ημερήσιος όρος εξευρίσκεται με τη διαίρεση των συνολικών αποδοχών που ο κάθε μισθωτός έλαβε μέσα στο χρονικό διάστημα, δια του συνολικού αριθμού των ημερών που περιλαμβάνονται στο διάστημα αυτό και κατά τις οποίες ο μισθωτός εργάσθηκε ή διατήρησε αξίωση για τις αποδοχές του.

Οι μισθωτοί που αμείβονται με ποσοστά εις βάρος των πελατών των επιχειρήσεων (π.χ. Σερβιτόροι) , δικαιούνται αποδοχές αδείας επί του καθοριζομένου τεκμαρτού ημερομισθίου ΙΚΑ επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών.

Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, προκαταβάλλονται κατά την έναρξη της αδείας.

Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας, είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δε δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.

Αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια , καθώς και το ανάλογο επίδομα αδείας. Η αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας και οι αποδοχές του επιδόματος αδείας, θα πρέπει να καταβληθούν μέσω τραπέζης στον εργαζόμενο, την ημέρα που λύεται η σχέση εργασίας.

Εργοδότης που αρνήθηκε σε εργαζόμενο τη χορήγηση της νομίμου κατ’ έτος άδειας του έως τις 31/3 του επομένου έτους, υποχρεούται να του καταβάλει τις αποδοχές της αδείας προσαυξημένες κατά 100%.

Χρόνος χορήγησης της άδειας

Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται / συμφωνείται µεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διµήνου από της υποβολή της αίτησης του εργαζομένου. Πάντως οι μισές τουλάχιστον δικαιούμενες ημέρες άδειας κατ΄ έτος (που δικαιούνται αθροιστικά όλοι οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση), θα πρέπει να χορηγούνται το χρονικό διάστημα από 1η Μαίου µέχρι 30 Σεπτεµβρίου. Δεν θεωρείται ως άδεια η μονομερώς χορηγούμενη από τον εργοδότη, με εξαίρεση την περίπτωση χορήγησης του υπολοίπου της αδείας, όταν πλησιάζει η λήξη της προθεσμίας χορήγησης της και μέχρι 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, καθότι ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει όλη  τη δικαιούμενη άδεια  μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους.

Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δυο περιόδους εντός του ημερολογιακού έτους. Η πρώτη περίοδος της άδειας που χορηγείται με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.

Επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δυο περιόδων. Η διαδικασία αυτή, η οποία προβλέπει έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, θα πρέπει να περιλαμβάνει την χορήγηση ενιαίου τμήματος αδείας δέκα (10) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας ή δώδεκα (12) εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο. (χορήγηση αδείας ή τμήματος αδείας μετά από συνεννόηση των δυο μερών)

 

Ειδικά σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας εξαιτίας του είδους ή του αντικειμένου εργασιών τους, ο εργοδότης μπορεί, με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το τμήμα της αδείας των 10 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.

Απαγόρευση Απόλυσης/ Εργασίας

Aπαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει τον µισθωτό κατά τη διάρκεια της χορηγηθείσης άδειας. Επίσης απαγορεύεται και η απασχόληση των μισθωτών κατά τη διάρκεια της κανονικής άδειάς τους σε οποιαδήποτε εργασία, με σχέση εξαρτημένης εργασίας.

 

Άδεια άνευ αποδοχών

(Άρθρο 62  4808/2021)

Εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη διάρκεια της άδειας η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο Πληροφοριακό Σύστημα (Π/Σ) «ΕΡΓΑΝΗ» και αντίγραφό της γνωστοποιείται στον e-Ε.Φ.Κ.Α. Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.

 

Αναζητάτε λύσεις διαχείρισης Μισθοδοσίας που να σας παρέχουν ασφάλεια, ταχύτητα και ακρίβεια;

Θέλετε να δημιουργήσετε την καλύτερη εκδοχή της Eταιρίας σας και του Προσωπικού σας;