ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ

Αδήλωτη Εργασία

Από τις 12/3/2020 και εφεξής το πρόστιμο αδήλωτης ανασφάλιστης εργασίας 10.500,00 Ευρώ , μειώνεται στα 2.000,00 εφόσον εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου ο εργοδότης προβεί σε πρόσληψη του αδήλωτου εργαζομένου με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή για εποχικές επιχειρήσεις στα 5.000,00 Ευρώ αν ο εργοδότης προβεί σε πρόσληψη του αδήλωτου εργαζομένου με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης διάρκειας τουλάχιστον τριών μηνών.

Προϋπόθεση για τη μείωση του ποσού του προστίμου αποτελεί η υποχρέωση διατήρησης των θέσεων εργασίας κατά την ημερομηνία του επιτόπιου ελέγχου συν την νέα πρόσληψη του αδήλωτου εργαζομένου. Ως μείωση των θέσεων εργασίας θεωρείται και η μείωση των ωρών εργασίας των εργαζομένων αλλά και η οικειοθελής αποχώρηση. Αν μειωθεί το προσωπικό θα πρέπει εντός 15 ημερών να αντικατασταθεί η θέση εργασίας με νέο εργαζόμενο που θα απασχοληθεί με τους ίδιους ή ευνοϊκότερους όρους. Το χρονικό διάστημα μέχρι την αντικατάσταση, παρατείνει τη διάρκεια της δέσμευσης διατήρησης των θέσεων εργασίας.

Το μειωμένο ποσό του προστίμου καταβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία ΚΕΑΟ εντός 15 εργασίμων ημερών από την επίδοση της πράξης και εντός 5 ημερών από την καταβολή του προστίμου θα πρέπει να καταθέσει στην υπηρεσία και όλα τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα: πρόσληψη , πίνακα ωρών εργασίας , σύμβαση, ΥΔ μη υποτροπής και αποδοχής του προστίμου.

Κατά της πράξης επιβολής προστίμου (ΠΕΠ) ασκείται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου μέσα σε 60 ημέρες από την επίδοση της πράξης. Η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης.

Γιατί να επιλέξω να ασκήσω προσφυγή;

Εφόσον η πραγματικότητα είναι ότι ο ευρεθείς κατά τον επιτόπιο έλεγχο , δεν είναι όντως αδήλωτος εργαζόμενος (σε κάθε άλλη περίπτωση συμφέρει να προχωρήσει ο εργοδότης  στην πρόσληψή του αδήλωτου εργαζομένου και να καταβάλλει το μειωμένο πρόστιμο) τότε θα πρέπει να προχωρήσει ο εργοδότης στην άσκηση προσφυγής διότι:

α) οι εφαρμοστέες διατάξεις θεσπίζουν μαχητό τεκμήριο ότι ο ευρεθείς, ο οποίος δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, ο οποίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό,

β) η διαπίστωση περί απασχολήσεως του ανευρεθέντος από τους ελεγκτές ως ‘εργαζόμενος’ από τον προσφεύγοντα και η εντεύθεν επιβολή των επίδικων προστίμων ερείδεται αποκλειστικά από το εκάστοτε δελτίο ελέγχου των ελεγκτικών οργάνων του καθ’ ου, το οποίο παράγει μεν, ως δημόσιο έγγραφο, κατ’ άρθρο 171 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ Δ.Δ ), πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από τα ίδια τα δημόσια όργανα ή ενώπιόν τους, όχι όμως, πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που τα ελεγκτικά όργανα πρέπει να ερευνήσουν αυτεπαγγέλτως, λόγω των καθηκόντων τους, για τα οποία επιτρέπεται ανταπόδειξη όπως, ως προς την ιδιότητα, ως εργαζομένου, του ανευρεθέντος κατά τον έλεγχο στην επιχείρηση προσώπου. Άλλωστε μόνη η υπογραφή του τελευταίου στο ως άνω δελτίο ελέγχου, κάτω από την ένδειξη ”Υπογραφή Εργαζομένου”, δεν απαλλάσσει τα ελεγκτικά όργανα από την ανωτέρω υποχρέωσή τους, ούτε συνιστά πλήρη απόδειξη για την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης,

γ) με το δελτίο ελέγχου βεβαιώνεται μεν η παρουσία του ανευρεθέντος στο χώρο της επιχείρησης, ωστόσο, εάν σε αυτό δεν αναφέρονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία διαπίστωσαν τα ελεγκτικά όργανα ότι συνέτρεχαν και θεμελιώνουν την ιδιότητα του εργαζομένου, ήτοι δεν εξειδικεύεται ούτε εάν αυτός κατελήφθη να εκτελεί εργασίες και ποιες, που προσιδιάζουν σε εργαζόμενο-εργάτη , ούτε, προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ότι το συμπέρασμα του ελέγχου συνεπικουρείται από οποιοδήποτε άλλο δηλωτικό ή αποδεικτικό στοιχείο εργασιακής σχέσης. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά πρέπει να διαπιστώνονται στο δελτίο ελέγχου και δεν μπορούν να αναφέρονται στην έκθεση απόψεων του καθ’ ου ή να προβάλλονται με το κατατεθέν υπόμνημά του, ελλείψει δε της αναφοράς πραγματικών περιστατικών, μόνον η διαπίστωση της απλής παρουσίας του προσώπου στο χώρο του εργοδότη, δεν αρκεί για να θεμελιώσει την εργασιακή σχέση οπότε και  δύναται ο εργοδότης να ανατρέψει το τεκμήριο.

δ)  ο χαρακτηρισμός της εργασίας ως εξαρτημένης ή μη δεν εξαρτάται από τον τρόπο που καταβάλλεται ο μισθός ούτε από τον χαρακτηρισμό που δίνουν οι εργαζόμενοι στη σχέση, αλλά αποκλειστικά από το δικαίωμα του εργοδότη να καθορίζει και να εποπτεύει τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του προσώπου που προσφέρει τις υπηρεσίες του. Υποστηρίζει δε ότι δεν αντιτίθεται στην έννοια της εξάρτησης η ανάπτυξη πρωτοβουλίας από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των ειδικών γνώσεων που αυτός κατέχει.

Αναζητάτε λύσεις διαχείρισης Μισθοδοσίας που να σας παρέχουν ασφάλεια, ταχύτητα και ακρίβεια;

Θέλετε να δημιουργήσετε την καλύτερη εκδοχή της Eταιρίας σας και του Προσωπικού σας;